φέστα

φέστα
φέστα, η και φιέστα, η
(λ. ιταλ.)
1. γιορτή, πανηγύρι.
2. μτφ., σκηνή σε βάρος κάποιου, πάθημα που γελοιοποιεί, γελοιοποίηση, διασυρμός: Έπαθε μεγάλη φέστα, όταν η γυναίκα του τον έδειρε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φέστα — η, Ν βλ. φιέστα …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • φιέστα — και φέστα, η, Ν 1. γιορτή, πανηγύρι 2. μτφ. δυσάρεστη ιστορία ή περιπλοκή που επιφέρει διασυρμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. fiesta, ιταλ. festa < λατ. festum «γιορτή», ουδ. τού επίθ. festus «εορταστικός»] …   Dictionary of Greek

  • festă — FÉSTĂ, feste, s.f. Păcăleală, farsă. ♢ expr. A face (sau a juca etc.) o festă sau festa (cuiva) = a păcăli (pe cineva). – Din it. festa. Trimis de LauraGellner, 10.05.2004. Sursa: DEX 98  FÉSTĂ s. v. farsă. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa:… …   Dicționar Român

  • φιέστα — η βλ. φέστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”